κυτταρόμετρο

Greek Monolingual

το
συσκευή μετρήσεως του αριθμού τών κυττάρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ελληνογενούς ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. cytometre < cyto- (βλ. κυτταρο-) + -metre < μέτρον.