ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος → the whole universe is the fatherland of a good soul
κωλίζομαι (Α) κώλον1. είμαι χωρισμένος σε κώλα («τὰ κεκωλισμένα βιβλία», Ολυμπ.)2. (για ποιητ. έργα) ταξινομούμαι σε μετρικά κώλα.