κόχη

From LSJ

ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters

Source

Greek Monolingual

η
1. κόγχη
2. γωνιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόγχη με απλοποίηση του συμφωνικού συμπλέγματος -γχ- σε -χ-].