κόχη
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Greek Monolingual
η
1. κόγχη
2. γωνιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόγχη με απλοποίηση του συμφωνικού συμπλέγματος -γχ- σε -χ-].