ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
Full diacritics: λίμνηστρον | Medium diacritics: λίμνηστρον | Low diacritics: λίμνηστρον | Capitals: ΛΙΜΝΗΣΤΡΟΝ |
Transliteration A: límnēstron | Transliteration B: limnēstron | Transliteration C: limnistron | Beta Code: li/mnhstron |
τό, = ἀδάρκη, Gal.12.424.
λίμνηστρον, τὸ (Α)
λιμνησία, αδάρκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λιμνηστρίς, κατά τα ουδέτερα σε -ον].