λαμπροστόλιστος

From LSJ

Ὑπὲρ σεαυτοῦ μὴ φράσῃς ἐγκώμιον → Noli ipse laudis facere tibi praeconium → Dich selbst bedenke nicht mit einem Lobgedicht

Menander, Monostichoi, 516

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ λαμπροστόλιστος, -ον)
στολισμένος με εξαίρετο τρόπο.