λαοκρατούμαι

From LSJ

ἡ γὰρ σιωπὴ τοῖς σοφοῖσιν ἀπόκρισις → silence, you see, is an answer for the wise (Menander)

Source

Greek Monolingual

λαοκρατοῦμαι, -έομαι (Α)
βρίσκομαι υπό δημοκρατικό καθεστώς, δημοκρατούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαο- + κρατοῦμαι (< κράτος)].