λαοκρατούμαι

Greek Monolingual

λαοκρατοῦμαι, -έομαι (Α)
βρίσκομαι υπό δημοκρατικό καθεστώς, δημοκρατούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαο- + κρατοῦμαι (< κράτος)].