καθεστώς
From LSJ
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
English (Woodhouse)
(see also: καθίστημι) customary, established
French (Bailly abrégé)
καθεστῶσα, καθεστός;
part. pf. de καθίστημι.
Greek Monolingual
το
1. το πολίτευμα ή το πολιτικό, πολιτειακό, κοινωνικό και οικονομικό σύστημα που επικρατεί σε μια χώρα
2. η ισχύουσα κατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδ. της μτχ. καθεστώς του παρακμ. καθέστηκα του ρ. καθίστημι.
Russian (Dvoretsky)
κᾰθεστώς: ῶσα, ός = καθεστηκώς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καθεστώς -ῶσα -ός ptc. perf. act. van καθίστημι (καθίσταμαι).