καθεστώς
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφής οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς -> Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
Sophocles, Antigone, 883Contents
French (Bailly abrégé)
ῶσα, ός;
part. pf. de καθίστημι.
Greek Monolingual
το
1. το πολίτευμα ή το πολιτικό, πολιτειακό, κοινωνικό και οικονομικό σύστημα που επικρατεί σε μια χώρα
2. η ισχύουσα κατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδ. της μτχ. καθεστώς του παρακμ. καθέστηκα του ρ. καθίστημι.
- Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια | Βικιλεξικό | slang.gr | Κάτο
Russian (Dvoretsky)
κᾰθεστώς: ῶσα, ός = καθεστηκώς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καθεστώς -ῶσα -ός ptc. perf. act. van καθίστημι (καθίσταμαι).