καθεστώς

From LSJ

ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.

Source

English (Woodhouse)

(see also: καθίστημι) customary, established

⇢ Look it up on Google | Wiktionary | LSJ full text search

French (Bailly abrégé)

καθεστῶσα, καθεστός;
part. pf. de καθίστημι.

Greek Monolingual

το
1. το πολίτευμα ή το πολιτικό, πολιτειακό, κοινωνικό και οικονομικό σύστημα που επικρατεί σε μια χώρα
2. η ισχύουσα κατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδ. της μτχ. καθεστώς του παρακμ. καθέστηκα του ρ. καθίστημι.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθεστώς: ῶσα, ός = καθεστηκώς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθεστώς -ῶσα -ός ptc. perf. act. van καθίστημι (καθίσταμαι).