λατρευτέον

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135

Greek (Liddell-Scott)

λατρευτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ λατρεύω, δεῖ λατρεύειν, τινὶ Θεόδ. Στουδ. σ. 99Β, κλ.