λατρευτέον
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
Greek (Liddell-Scott)
λατρευτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ λατρεύω, δεῖ λατρεύειν, τινὶ Θεόδ. Στουδ. σ. 99Β, κλ.