λαχανάλμη

From LSJ

Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist

Menander, Monostichoi, 431

Greek Monolingual

και λαχανάρμη και λαχαναρμιά, η
λάχανα κομμένα σε μικρά τεμάχια και διατηρημένα σε άλμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάχανο + ἅλμη / ἅρμη].