λαχανοκόμος

Greek Monolingual

ο
αυτός που καλλιεργεί κηπευτικά λάχανα με επιστημονική μέθοδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάχανο + -κόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].