λεμονοπορτόκαλο

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source

Greek Monolingual

το
1. ο καρπός του δένδρου λεμονοπορτοκαλιά
2. στον πληθ. τα λεμονοπορτόκαλα
πορτοκάλια και λεμόνια μαζί.