λεπτοφυΐα

From LSJ

Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn

Menander, Monostichoi, 342

Greek Monolingual

η
η ιδιότητα του λεπτοφυούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτοφυής. Η λ. μαρτυρείται από το 1850 στον Γ. Α. Γεράκη].