λευκοπρόσωπος

From LSJ

ἡ πολιτευομένη τῆς ἀρτάβης τιμήcustomary price of artaba

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει λευκό πρόσωπο, ασπροπρόσωπος.