λιμενοσταθμάρχης
From LSJ
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
Greek Monolingual
ο
βαθμοφόρος του λιμενικού σώματος που υπηρετεί ως προϊστάμενος λιμενικού σταθμού.