λογιότατος

From LSJ

τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθὸν καὶ τέλειον, πάτερ → your good and perfect will, Father

Source

Greek Monolingual

και λογιώτατος, -η, -ο (Α λογιότατος, -άτη,-ον)
βλ. λόγιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υπερθ. βαθμός του επιθ. λόγιος, χρησιμοποιούμενος συχνά ως ουσιαστικό].