λογοπαίκτης
From LSJ
ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)
Greek Monolingual
ο
αυτός που κάνει λογοπαίγνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., στον λόγιο πληθ. τ. λογοπαῖκται, μαρτυρείται από το 1890 στον Γρηγόριο Ξενόπουλο].