λογοτεχνία
Greek Monolingual
η (Μ λογοτεχνία) λογοτέχνης
η καλλιέργεια του έντεχνου λόγου
νεοελλ.
1. το σύνολο τών λογοτεχνικών έργων έθνους, χώρας, εποχής (α. «ελληνική λογοτεχνία» β. «η λογοτεχνία της Αναγέννησης»)
2. το σύνολο τών λογοτεχνών μιας χώρας ή μιας εποχής
3. φρ. «προφορική λογοτεχνία» — σύνολο μύθων και αφηγήσεων που έχουν διασωθεί από την παράδοση.