λογχοδρέπανον

English (LSJ)

τό, spear with sickle-shaped head, partisan, Suid. s.v. Γοργόνες, Sch.Lyc.836.

Greek (Liddell-Scott)

λογχοδρέπᾰνον: τό, δόρυ ἔχον λόγχην ὁμοίαν δρεπάνῳ, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 840, Σουΐδ· ὡς ἐπίθ., λ. ξίφος Χρον. Πασχ. σ. 70, 14.

German (Pape)

τό, Sichellanze; Schol. Ar. Th. 1112; Suid.