λογχούμαι

From LSJ

τὸ γὰρ ἐμφυὲς οὔτ' αἴθων ἀλώπηξ οὔτ' ἐρίβρομοι λέοντες διαλλάξαιντο ἦθος → the red fox and the roaring lion cannot change the nature born in them

Source

Greek Monolingual

λογχοῦμαι, -όομαι (Α) λόγχη
παθ.
1. είμαι εφοδιασμένος με λόγχη
2. είμαι στολισμένος με κάτι («στολὴ χρυσῷ λελογχωμένη», Ιω. Λυδ.).