λοχμαίος

Greek Monolingual

λοχμαῖος, -αία, -ον (Α) λόχμη
αυτός που ανήκει σε λόχμη ή αυτός που διαμένει, που κρύβεται σε λόχμη («Μοῦσα λοχμαία» — το αηδόνι, Αριστοφ.).