λόχμη

From LSJ

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λόχμη Medium diacritics: λόχμη Low diacritics: λόχμη Capitals: ΛΟΧΜΗ
Transliteration A: lóchmē Transliteration B: lochmē Transliteration C: lochmi Beta Code: lo/xmh

English (LSJ)

ἡ, (λέχομαι) thicket, copse, esp. as the lair of wild beasts, ἐν λόχμῃ πυκινῇ κατέκειτο μέγας σῦς Od.19.439; λόχμας ὕπο κυανέας Pi.O.6.40, cf. P.4.244; ἐχῖνος ὥς τις ἐν λόχμῃ κεῖσαι πεσών S.Ichn.121: in plural, λόχμαισι δοκεύσαις = lying in wait in the coppice, Pi. O.10(11).30; μασχάλαι λόχμης δασύτεραι Ar.Ec.61, cf. Lys.800: prov., μία λόχμη δύο ἐριθάκους οὐ τρέφει = a single bush cannot feed two robins Sch.Ar.V.922: also in Prose, Arist.HA615a17, Ael.NA13.14, Creophyl. ap. Ath.8.361d; λόχμη τῶν θηρίων Jul.Mis.338c.

German (Pape)

[Seite 66] ἡ (λόχος), Wildlager, Dickicht, Gebüsch, das dem Wilde zum Lager dient, ἐν λόχμῃ πυκινῇ κατέκειτο μέγας σῦς, Od. 19, 439. 445; λόχμας ὑπὸ κυανέας Pind. Ol. 6, 40, vgl. P. 4, 244, der Wald, wie Ol. 11, 31; ἔχω μασχάλας λόχμης δασυτέρας Ar. Eccl. 61, vgl. Lys. 800; u. in späterer Prosa, Ael. H. A. 13, 14, Luc. Philopatr. 10; Plut.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 fourré servant de repaire aux animaux;
2 taillis, fourré en gén.
Étymologie: λόχος.

Russian (Dvoretsky)

λόχμη:
1 заросли, чаща (πυκινή Hom.);
2 логово: οὐ γὰρ ἄν ποτε τρέφειν δύναιτ᾽ ἂν μία λ. κλέιπτα δύο погов. Arph. одному дому не прокормить двух воров;
3 густые волосы (λόχμην πολλὴν φορεῖν Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

λόχμη: ἡ, (λέγω Α, λόχος) δάσος ἐκ πυκνῶν θάμνων, χρησιμεῦον ὡς φωλεὸς ἢ κοίτη ἀγρίων θηρίων, ἐν λόχμῃ πυκινῇ κατέκειτο μέγας σῦς Ὀδ. Τ. 439, πρβλ. 445· λόχμας ὑπὸ κυανέας Πινδ. Ο. 6. 40, πρβλ. Π. 3. 434· ἐν τῷ πληθ., λόχμαισι δοκεύσαις, ἐνεδρεύσας ἐν λόχμαις, ὁ αὐτ. ἐν Ο. 10 (11). 36· μασχάλαι λόχμης δασύτεραι Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 61, πρβλ. Λυσ. 800· παροιμ., μία λόχμη δύο ἐριθάκους οὐ τρέφει Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 928 (922)· ― ὡσαύτως παρὰ πεζογράφοις, Αἰλ. π. Ζ. 13. 14, Κρεώφυλος παρ’ Ἀθην. 361D.

English (Autenrieth)

(root λεχ): lair of a wild beast, thicket, jungle, Od. 19.439†.

Greek Monolingual

η (Α λόχμη)
μέρος δάσους στο οποίο υπάρχουν πυκνοί θάμνοι όπου κρύβονται άγρια ζώα ή άλλα θηράματα («ἔνθ' ἄρ' ἐν λόχμῃ πυκινῇ κατέκειτο μέγας σῡς», Ομ. Οδ.)
(αρχ)
1. (μτψ·) κάθε δασύ και φουντωτό πράγμα
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐνέδρα, ἐπιβουλή».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα λοχ- του θέματος λεχ- του λέχομαι (πρβλ. λέχομαι, λέχος) + επίθημα -μη (πρβλ. δόχμη)].

Greek Monotonic

λόχμη: ἡ (λόχος), πύκνωμα, συστάδα (θάμνων), σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.

Frisk Etymological English

Meaning: lair of wild beasts, λόχος m. ambush, child-bed etc.
See also: s. λέχεται.

Middle Liddell

λόχμη, ἡ, λόχος
a thicket, coppice, copse, Od., Pind.

Frisk Etymology German

λόχμη: {lókhmē}
Grammar: f.
Meaning: Wildlager, λόχος m. Hinterhalt, Kindbett usw.
See also: s. λέχεται.
Page 2,140

English (Woodhouse)

coppice, thicket, of trees

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=δάσος πυκνό, ὅπου κρύβονται θηρία). Ἀπό τό λόχος (=ἐνέδρα) τοῦ λέγω (1.=ἀποκοιμίζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.