λυκούργειος

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

Greek Monolingual

-α, -ο (Α λυκούργειος, -ον) Λυκούργος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Λυκούργο, τον βασιλιά της Σπάρτης (α. «λυκούργειοι νόμοι» β. «τὴν Λυκούργειον πολιτείαν», Πολύαιν.).