λυσσιακό

From LSJ

Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will

Menander, Monostichoi, 223

Greek Monolingual

το
1. μεγάλη λύσσα
2. φρ. «λυσσιακό τον έπιασε για μένα» — μέ καταδιώκει συνεχώς για να μέ εξοντώσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. του επιθ. λυσσιακός < λύσσα.