λυτρωτήριος

From LSJ

Σοφὴ σοφῶν γὰρ γίγνεται συμβουλία → Denn nur von weisen Männern stammt der weise Rat

Menander, Monostichoi, 483

Greek (Liddell-Scott)

λυτρωτήριος: -α, -ον, ἀπολυτρώνων, σωτήριος, Χρον. Πάσχ. σ. 18, 20.

Greek Monolingual

-α -ο (Μ λυτρωτήριος, -ία, -ον) λυτρωτής
σωτήριος.