λυχναύγημα

Greek (Liddell-Scott)

λυχναύγημα: τό, αὐγή, λάμψις λύχνου, Acta et diplom. Gr. cd. Miclos. et Mül. σ. 61.

Greek Monolingual

λυχναύγημα, τὸ (Α)
λάμψη λύχνου.