λύσιμο

From LSJ

Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...

Source

Greek Monolingual

το λύνω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του λύνω, η λύση («τα κορδόνια θέλουν λύσιμο»).