μάρκο
From LSJ
Ξυνετὸς πεφυκὼς φεῦγε τὴν κακουργίαν → Valens sagaci mente, quod pravum est, fuge → Wenn du verständig bist, dann flieh die Schlechtigkeit
Ξυνετὸς πεφυκὼς φεῦγε τὴν κακουργίαν → Valens sagaci mente, quod pravum est, fuge → Wenn du verständig bist, dann flieh die Schlechtigkeit
το (Μ μάρκον) μονάδα βάρους σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες
νεοελλ.
νομισματική μονάδα της Γερμανίας
μσν.
1. ποσότητα αργύρου ή χρυσού που ζύγιζε ένα μάρκο
2. νόμισμα χρυσό ή αργυρό
3. (γενικά) χρήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. «μονάδα βάρους» και το μσν. < γαλλ. marc. To νεοελλ. < γερμ. Mark].