μάρκο

From LSJ

Ξυνετὸς πεφυκὼς φεῦγε τὴν κακουργίαν → Valens sagaci mente, quod pravum est, fuge → Wenn du verständig bist, dann flieh die Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 398

Greek Monolingual

το (Μ μάρκον) μονάδα βάρους σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες
νεοελλ.
νομισματική μονάδα της Γερμανίας
μσν.
1. ποσότητα αργύρου ή χρυσού που ζύγιζε ένα μάρκο
2. νόμισμα χρυσό ή αργυρό
3. (γενικά) χρήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. «μονάδα βάρους» και το μσν. < γαλλ. marc. To νεοελλ. < γερμ. Mark].