μαΐστρος

Greek Monolingual

ο (Μ μαΐστρος και μαγίστρος)
ήπιος βορειοδυτικός άνεμος, που πνέει κυρίως κατά τη θερινή περίοδο, αλλ. σκίρωνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. maistro].