μακεδονήσι
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
Greek Monolingual
το (Μ μακεδονήσιον)
ο μαϊντανός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. macedonense (βλ. και μαϊντανός)].