οὖς ἀκούει καὶ ὀφθαλμὸς ὁρᾷ κυρίου ἔργα καὶ ἀμφότερα → the hearing ear and the seeing eye; the Lord has made both of them
-η, -οαυτός που έχει μαλακό χαρακτήρα, ήπιος, ενδοτικός.