ενδοτικός
From LSJ
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐνδοτικός, -ή, -όν)
υποχωρητικός, έτοιμος να ενδώσει
νεοελλ.
«ενδοτική πρόταση» — δηλώνει παραχώρηση ή ομολογία
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το ἐνδοτικόν
φαρμακευτικό σκεύασμα.