μαλθάζω

English (LSJ)

= μαλθάσσω, soften, τὸ δέρμα Aret.SA2.8.

Greek Monolingual

μαλθάζω (Α) μαλθακός
μαλθάσσωμαλθάζω τὸ δέρμα», Αρετ.).

German (Pape)

μαλάσσω.