μαλθακότης

English (LSJ)

-ητος, ἡ, = μαλακότης, κοιλίης Hp.Aër.21; of broken-up soil, Arr.Tact.34.1.

Greek (Liddell-Scott)

μαλθᾰκότης: -ητος, ἡ, = μαλακότης, Ἱππ. π. Ἀέρ. 292.

German (Pape)

ητος, ἡ, = μαλακότης, Hippocr.