μαλακότης

From LSJ

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰλᾰκότης Medium diacritics: μαλακότης Low diacritics: μαλακότης Capitals: ΜΑΛΑΚΟΤΗΣ
Transliteration A: malakótēs Transliteration B: malakotēs Transliteration C: malakotis Beta Code: malako/ths

English (LSJ)

-ητος, ἡ,
A softness, opp. σκληρότης, Pl.R. 523e, Tht.186b, Arist.Mete.382a9, al.; ἡ μ. ὕπνος Herod.6.71; μ. ἱματίων D.L.5.67: in plural, Pl.Cra.432b.
2 of climate, mildness, Thphr. HP 3.5.4.
II weakness, effeminacy, Plu.Oth.9.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
mollesse ; au mor. faiblesse.
Étymologie: μαλακός.

German (Pape)

ητος, ἡ, Weichheit, im Gegensatz von σκληρότης, Plat. Rep. VII.523e, im plur., Crat. 432b und A.; Weichlichkeit, Plut. Oth. 9.

Russian (Dvoretsky)

μᾰλᾰκότης: ητος ἡ
1 мягкость Plat., Arst.;
2 изнеженность, вялость, слабость, Plut.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰλᾰκότης: -ητος, ἡ, = μαλακία, ἰδιότης τοῦ μαλακοῦ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ σκληρότης, Πλάτ. Πολ. 523Ε, Θεαίτ. 186Β, Ἀριστ., κτλ.· ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Κρατ. 432Β. ΙΙ. ἀδυναμία, ἀσθένεια, ἐκθήλυνσις, Πλουτ. Ὄθων 9.

Greek Monotonic

μᾰλᾰκότης: -ητος, ἡ, = μαλακία·
I. απαλότητα, σε Πλάτ. κ.λπ.
II. αδυναμία, εκθήλυνση, σε Πλούτ.

Middle Liddell

μᾰλᾰκότης, ητος, ἡ, [from μᾰλᾰκός] = μαλακία
I. softness, Plat., etc.
II. weakness, effeminacy, Plut.

English (Woodhouse)

softness

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)