μαλοπάρῃος

German (Pape)

[Seite 91] dor. = μηλοπάρῃος, äpfelwangig, rothe Wangen wie ein Apfel habend, Theocr. 26, 1.

Russian (Dvoretsky)

μᾱλοπάρῃος: (πᾰ) дор. = *μηλοπάρειος.

Greek (Liddell-Scott)

μᾱλοπάρῃος: -ον, Δωρ. ἀντὶ μηλοπάρῃος, Θεόκρ. 26. 1.

Greek Monotonic

μᾱλοπάρῃος: -ον, Δωρ. αντί μηλοπάρῃος.