ἄνθρωποι κενεῆς οἰήσιος ἔμπλεοι ἀσκοί → oh men, wineskins full of empty opinion
μηλοπάρῃος: Δωρ. μᾱλο-, ον, ὁ ἔχων παρειὰς ὡς μῆλα, Θεόκρ. 26, 1.
apple-cheeked, Theocr.