μαντήλιον
From LSJ
Πενίαν φέρειν οὐ παντός, ἀλλ' ἀνδρὸς σοφοῦ → Perferre inopiam non nisi sapientium est → nicht jeder meistert Armut, nur der weise Mann
Greek (Liddell-Scott)
μαντήλιον: καὶ μαντίλιον, τό, τὸ Λατ. mantele, mantelium, ἢ mantile, mantilium, = χειρόμακτρον (προσόψι, μαντῆλι, πετσέτα), Ζωσιμᾶς 1689Β, κτλ.· μαντίλιν Θεοφ. 728, 17, Κ. Πορφ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 465, 11, κλ. - Τὸ ἅγιον μαντήλιον, ἐφ’ οὗ, κατὰ τὴν Ἐκκλ. παράδοσιν, ἀπετυπώθη τὸ πρόσωπον τοῦ Σωτῆρος καὶ ὅπερ ἐστάλη εἰς τὸν βασιλέα τῆς Ἐδέσσης Ἄβγαρον, Θεοφ. Κοντ. 432, 12, Ὡρολόγ. τὸ Μέγα Αὐγ. 16 (ἔνθα γράφεται: μανδήλιον), κτλ.