μαρμαρόομαι
From LSJ
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
Greek (Liddell-Scott)
μαρμᾰρόομαι: Παθητ., μεταβάλλομαι εἰς μάρμαρον, «μαρμαρώνω», Λυκόφρ. 826.