μαρμαρόομαι

From LSJ

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396

Greek (Liddell-Scott)

μαρμᾰρόομαι: Παθητ., μεταβάλλομαι εἰς μάρμαρον, «μαρμαρώνω», Λυκόφρ. 826.