μασιά

From LSJ

τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream

Source

Greek Monolingual

και μασά, η
1. εργαλείο για το σκάλισμα της φωτιάς, τσιμπίδα
2. είδος λαϊκού μουσικού οργάνου στη Θράκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. masa].