μαστιγιώ

Greek Monolingual

μαστιγιώ, -άω (Α)
θέλω να μαστιγωθώ ή είμαι άξιος μαστίγωσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάστιξ, -ιγος + επίθημα -ιάω (πρβλ. στρατηγιάω)].