μαστικός

From LSJ

τὸ κηρύκειον ἢ τὴν μάχαιραν → peace or the sword

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στους μαστούς (α. «μαστικός αδένας» β. «μαστική αρτηρία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαστός. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Π. Ψαρά].