μαστιώ

From LSJ

τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream

Source

Greek Monolingual

μαστιῶ, -άω (Α)
(ποιητ. τ. μόνο στη μτχ.) μαστίζω, μαστιγώνω, ραθδίζω. («οὐρῇ μαστιόων ποσσὶ γλάφει», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάστιξ «μάστιγα»].