τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream
μαστιῶ, -άω (Α)(ποιητ. τ. μόνο στη μτχ.) μαστίζω, μαστιγώνω, ραθδίζω. («οὐρῇ μαστιόων ποσσὶ γλάφει», Ησίοδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μάστιξ «μάστιγα»].