μαυρόχωμα

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

Greek Monolingual

το
είδος χώματος με μαύρο χρώμα το οποίο προέρχεται από την αποσύνθεση οργανικών ουσιών, φυτόχωμα.