μεγαλαύχησις
From LSJ
Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν → I searched out myself
German (Pape)
[Seite 105] ἡ, das Großprahlen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μεγαλαύχησις: -εως, ἡ, = μεγαλαυχία, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
μεγαλαύχησις, ἡ (Μ)
μεγαλαυχώ
η μεγαλαυχια.
Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν → I searched out myself
[Seite 105] ἡ, das Großprahlen, Sp.
μεγαλαύχησις: -εως, ἡ, = μεγαλαυχία, Ἐκκλ.
μεγαλαύχησις, ἡ (Μ)
μεγαλαυχώ
η μεγαλαυχια.