μεγαλότοξος

English (LSJ)

μεγαλότοξον, with large bow, Glossaria on ἄβιοι, EM3.23.

German (Pape)

[Seite 107] mit großem Bogen, E. M. 3, 23.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλότοξος: -ον, ὁ ἔχων μέγα τόξον, Ἐτυμ. Μέγ. 3. 23.

Greek Monolingual

μεγαλότοξος, -ον (Α)
αυτός που έχει μεγάλο τόξο.