Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
Menander, Monostichoi, 171Greek Monotonic
μεμᾱλώς: Δωρ. αντί μεμηλώς, μτχ. παρακ. του μέλω.
Russian (Dvoretsky)
μεμᾱλώς: дор. (= μεμηλώς) part. pf. к μέλω.