μεριμνοποιός
English (LSJ)
μεριμνοποιόν, causing care, Cat.Cod.Astr.8(1).168.
Greek Monolingual
μεριμνοποιός, -όν (Α)
αυτός που προκαλεί, που επιφέρει μέριμνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέριμνα + -ποιός].
μεριμνοποιόν, causing care, Cat.Cod.Astr.8(1).168.
μεριμνοποιός, -όν (Α)
αυτός που προκαλεί, που επιφέρει μέριμνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέριμνα + -ποιός].