μεσόλοφον
From LSJ
λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead
Greek (Liddell-Scott)
μεσόλοφον: τό, ὁ κεντρικὸς λόφος τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὁ ἄλλως καλούμενος μεσόμφαλον, τό, Κωδῖνος περὶ τῶν Πατρίων Κωνσταντινουπόλεως 83.
Greek Monolingual
μεσόλοφον, τὸ (Μ)
1. το όρος ή ο λόφος που βρίσκεται στο μέσο
2. ως κύριο όν. τὸ Μεσόλοφον
ένας από τους επτά λόφους της Κωνσταντινούπολης, αλλ. μεσόμφαλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + λόφος.