μετάρσια

From LSJ

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source

Russian (Dvoretsky)

μετάρσια: τά (= μετέωρα) небесные явления Plut.