μεταίχμιο

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source

Greek Monolingual

το (ΑM μεταίχμιον, Α κατά τον Ησύχ. μεσαίχμιον)
βλ. μεταίχμιος.