μεταίχμιο
From LSJ
Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art
Greek Monolingual
το (ΑM μεταίχμιον, Α κατά τον Ησύχ. μεσαίχμιον)
βλ. μεταίχμιος.
Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art
το (ΑM μεταίχμιον, Α κατά τον Ησύχ. μεσαίχμιον)
βλ. μεταίχμιος.